Dictionary of Greek. 2013.
συγκρέκω — Α συνοδεύω τραγούδι παίζοντας πλαγίαυλο ή κιθάρα, συγκράζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κρέκω «παίζω μουσικό όργανο»] … Dictionary of Greek